- σκοροδάλμη
- ἡ, Ακαρύκευμα, άρτυμα από σκόρδα και άλμη, είδος σκορδαλιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + ἅλμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοροδάλμη — sauce fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοροδάλμῃ — σκοροδάλμη sauce fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοροδάλμην — σκοροδάλμη sauce fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιάδα — η «σκοροδάλμη», σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agliata (< aglio «σκόρδο») < λατ. allium, «σκόρδο»] … Dictionary of Greek